Οι γονείς τσακωνόντανε. Συνέχεια τρωγώντανε. Η μαμά με το κουμάντο τάκαν’ όλα άνω κάτω.
Τους έπρηζε με προσευχές. Τους ξεμάτιαζε με ευχές. Το σπίτι κατά διαόλου πέρα ως πέρα ολωσδιόλου.
Κατάρες γκρίνιες και ξύλο κάνανε το σπίτι μύλο. Λέγανε όλο καί κάτι. Έφταιγε το κακό μάτι.
Πρώτο παιδί τους η κόρη. Η μαμά έλεγε προχώρει. Πρέπει να νοικοκυρευτείς. ΄Ηρθ’ η ώρα να παντρευτείς.
Βρέθηκε ένα καλό παιδί. Αγάπη πούλησε πολλή. ΄Ετσι η άτυχη κόρη έγινε με μιάς παπόρι.
Νόμισε πως θα ξεφύγει. Από τη γκρίνια να φύγει. Mικρή φόρεσε στεφάνι γιά να βγεί απ’ το τηγάνι.
Ο δύστυχη πού να ξέρει Ότι αυτός θα της στη φέρει. Τεμπέλης και γκομενιάρης, Ελεεινός σαν καρβουνιάρης.
Μάννα μου λέει η κόρη. Αυτός μ’ έκανε παπόρι. Με κάθε τσούλα πηγαίνει. Κάθε βράδυ έξω μένει.
Παιδί μου να μη σε νοιάζει. ΄Ολοι οι άντρες κάνουν χάζι. Εσύ να έχεις σκοπό σου να κοιτάς το σπιτικό σου.
Πρόσεχε μην το χαλάσεις. Τελικά εσύ θα χάσεις. Aυτό δεν το επιτρέπω. Εγώ το στεφάνι βλέπω.
Πρέπει τον κόσμο να σκεφθείς. Να ξέρεις πώς θα πορευτείς. Σπίτι σου με τον άντρα σου. Εκεί είναι η θέση σου.
Μάννα, με γέμισ’ αρρώστεια. Μου καίγονται τα εντόστια. Μην ανησυχείς παιδί μου. ΄Εχεις πάντα την ευχή μου.
Και ο βλάκας ο πατέρας μιλά σαν να είναι τέρας. Να μην ακούς τους απόξω. Σπίτι αν έρθεις θα σε διώξω.
Υπέμενε πιά η κόρη κι ας γινότανε παπόρι. Πήρε δέκα τόνους χάπια να μην καταντήσει σάπια.
Ξέκοψε απ’ την επαφή. Συνέχεια έβαζ’ αλειφή. Θάθελε να κάνει παιδιά, μα της καιγόταν η καρδιά.
΄Ητανε σεμνό κορίτσι. Δεν ήθελε πίτσι πίτσι. Περάσανε λίγα χρόνια. Οι γονείς της ήταν ψώνια.
Τους έστειλ’ όλους στο διάολο. Δεν άντεξε πλέον άλλο. Παράτησε τον αλήτη κι έφυγε από το σπίτι.
Πήρε τα βουνά, τα όρη. ΄Αφαντη έγινε η κόρη. Πίσω πλέον δεν γυρνάει. Τους γονείς της βλαστημάει.
Γεώργιος Βελλιανίτης
|