Ο Βασίλης κι η Βαγγελιώ έκαναν μέγα μακελειό. Φάρμακα παίρναν κι οι δύο. Βρέθηκαν στο ίδιο πλοίο.
΄Ητανε σαραντάρηδες. Κάναν σαν εικοσάρηδες. Μα πού μυαλό οι ανθρώποι. Έρωτας σαν το σιρόπι.
Η Βαγγελιώ είχε παιδί. Ο Βασίλης δεν έβλεπε πως ήτανε ανάπηρο. Αυτός ζούσε στο άπειρο.
Όλα ήταν μέλι γάλα. Τα προβλήματα μεγάλα. Θα φτιάχνανε τη ζωή τους. Το παιδί θάταν μαζί τους.
Βρήκανε ένα σπιτάκι Πήρανε και το παιδάκι. Με τις ευχές των γονέων άνοιξαν βιβλίο νέον.
Ο Βασίλης εζήλευε. Η Βαγγελιώ επείσμωνε. Οι δυό τους ήταν για γέλια. Από παντού τρέχαν μέλια.
Από τα πολλά σιρόπια χάνανε τα κατατόπια. Βριζόντανε συνέχεια Βοηθούσε κι ανέχεια.
΄Ωσπου ήρθε μία μέρα o Βασίλης τα ειδε όλα. Η Βαγγελία μπουμπούκι του άστραψ’ ένα χαστούκι.
Tου το βούλωσε το μάτι. Φταίγανε κι οι δυό σε κάτι. Βούτηξε τη Βαγγελία. Της φύγανε τα βιβλία.
Εγίναν από δυό χωριά. Πάει η αγάπη απ’ την καρδιά. Έπεσε γρονθομπατουνάδα λες κι ήτανε μακαρονάδα.
Ο Βασίλης πήρε δρόμο. Η Βαγγελιώ πιά με τρόμο έμεινε στο σπίτι μόνη χωρίς γκάζι και τιμόνι.
Τον έχασε τον μπούσουλα. Παρίστανε την Ούρσουλα. Κτυπιόντανε με μανία, σαν να γύριζε ταινία.
Τον έσκασε το Βασίλη. Του επίκρανε τα χείλη. Του είπε μωρέ αλήτη δεν κάνεις εσύ για σπίτι.
Τώρα η Βαγγελιώ μονάχη δίχως πλέον φράγκα νάχει έμεινε που λές στον άσσο. Η αγάπη πήγε πάσσο.
Οι γονείς τους συντηρούσαν. Αυτοί με αγάπες ζούσαν. ΄Ετσι και τα συμπεθεριά γίναν από εκατό χωριά.
Χάλασε το ειδίλιο, χωρίς γλέντι γαμήλιο. ΄Εγινε της κακομοίρας. ΄Ολοι ένιψαν τας χείρας.
Γεώργιος Βελλιανίτης
|